- πέρκα
- η окунь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πέρκα — πέρκα, η και πέρκη, η είδος ψαριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέρκα — (perca). Γένος ψαριών της οικογένειας των Περκιδών. Είναι ψάρια του γλυκού νερού των εύκρατων περιοχών. Η π. έχει αγκάθια και σώμα μακρουλό, σκεπασμένο με κτενοειδή λέπια. Η π. η ποτάμια, είναι διαδομένη στη Β. Ευρώπη. Ζει όμως και στην Ελλάδα,… … Dictionary of Greek
πέρκας — πέρκᾱς , πέρκα fem acc pl πέρκᾱς , πέρκα fem gen sg (doric aeolic) πέρκᾱς , πέρκη perch fem acc pl πέρκᾱς , πέρκη perch fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρκαι — πέρκα fem nom/voc pl πέρκᾱͅ , πέρκα fem dat sg (doric aeolic) πέρκη perch fem nom/voc pl πέρκᾱͅ , πέρκη perch fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περκῶν — πέρκα fem gen pl πέρκη perch fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρκαισι — πέρκα fem dat pl (epic ionic aeolic) πέρκη perch fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρκη — πέρκα fem nom/voc sg (attic epic ionic) πέρκη perch fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρκην — πέρκα fem acc sg (attic epic ionic) πέρκη perch fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρκης — πέρκα fem gen sg (attic epic ionic) πέρκη perch fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρκῃ — πέρκα fem dat sg (attic epic ionic) πέρκη perch fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περκάτι — το, Ν [πέρκα] η πέρκα … Dictionary of Greek